- Αζερμπαϊτζάν
- I
Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία θάλασσα.Το Α. καταλαμβάνει τη ΝΑ γωνία της ιστορικής περιοχής της Υπερκαυκασίας, η οποία συμπεριλαμβάνει επίσης τη Γεωργία και την Αρμενία, και είναι η μεγαλύτερη από τις τρεις αυτές ανεξάρτητες δημοκρατίες που γεωγραφικά μεν ανήκουν στην Ασία, αλλά πολιτικά μετέχουν σε ευρωπαϊκούς οργανισμούς. Στο ΝΔ τμήμα βρίσκεται ο αυτόνομος θύλακος του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, με μεικτό πληθυσμό Αζέρων και Αρμενίων, τον οποίο διεκδικεί η Αρμενία. Επίσης στα ΝΔ, με μια λωρίδα αρμενικού εδάφους ανάμεσα, βρίσκεται η αυτόνομη δημοκρατία του Ναχιτσεβάν.Το Α. διοικητικά χωρίζεται σε 66 επαρχίες, ενώ στο έδαφός του τελεί υπό ιδιαίτερο καθεστώς μία αυτόνομη περιοχή, η Δημοκρατία του Ναχιτσεβάν (Nahicevan). Οι επαρχίες αυτές (αζερ. Rayonu ή Sahari) είναι οι: Αγντάμ, Αγντάς, Αγσαμπαντί, Αγσταφά, Αγσού, Αλί Μπαϊραμλί, Αστάρα, Αψερόν, Γιαρντιμλί, Γιεβλάξ, Γκανταμπάι, Γκάνσα, Γκοϊχάι, Γκορανμπόι, Ζακατάλα, Ζανγκιλά, Ζαρντάμπ, Ιμισλί, Ισμαηλία, Καζάξ, Καλιλαμπάντ, Καλμπαχάρ, Καμπάλα, Καμπραγίλ, Καξ, Κούμπα, Κουμπαντλί, Κομπουστάν, Κουρδαμίρ, Κουσάρ, Λανκαράν, Λαχίν, Λερίκ, Μασαλί, Μινγκατσεβίρ, Μπακού, Μπαλακάν, Μπαρντά, Μπεϊλακάν, Μπιλασουβάρ, Ναφταλάν, Νεφτκαλά, Ντασκασάν, Νταβαχί, Ξακμάζ, Ξανκαντί, Ξανλάρ, Ξιζί, Ξοκαλί, Ξοχαβάντ, Ογκούζ, Ουσάρ, Σαατλί, Σακί, Σαλιάν, Σαμαξί, Σαμκίρ, Σαμούξ, Σαμπιραμπάντ, Σιγιαζάν, Σουμκαγίτ, Σούσα, Ταρτάρ, Τοβούζ, Φουζουλί και Χασικαμπούλ.Επίσημη γλώσσα της χώρας είναι η αζερική, της ουραλικής-αλταϊκής οικογένειας. Διαδεδομένη είναι και η χρήση της ρωσικής. Το 2001, το κυριλλικό αλφάβητο αντικαταστήθηκε από το λατινικό.Οι ομάδες που αποτελούν το εθνικό μωσαϊκό της χώρας είναι οι Αζέροι (90%), οι Ρώσοι (2,5%), οι Αρμένιοι (2%) και μερικές άλλες μειονότητες.Το πολίτευμα του Α. είναι προεδρική δημοκρατία. Η νομοθετική εξουσία ασκείται από ένα σώμα (Milli Mejlis), που αποτελείται από 125 μέλη. Ο πρόεδρος εκλέγεται απευθείας από τον λαό για πέντε χρόνια και θεωρείται, σύμφωνα με το νέο σύνταγμα του 1995, αρχηγός της εκτελεστικής εξουσίας και των ενόπλων δυνάμεων. Το υπουργικό συμβούλιο, του οποίου ηγείται ο πρωθυπουργός, διορίζεται επίσης από τον πρόεδρο.Το Κόμμα του Νέου Α. είναι αυτό που διαθέτει την πλειοψηφία των εδρών του Milli Mejlis. Στην πολιτική σκηνή πρωταγωνιστούν επίσης το Λαϊκό Μέτωπο του Α., το Κόμμα Εθνικής Ανεξαρτησίας του Α., το Κόμμα Κομουνιστών Εργατών του Α. και το Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Κόμμα του Α. Περίπου 40 ενεργά πολιτικά κόμματα είχαν καταγραφεί στις αρχές του 2002. Πρόεδρος του Α. είναι από το 1993 ο Χεϊντάρ Αλίεφ και πρωθυπουργός ο Αρτούρ Ρασιζάντε από το 1996. Υπάρχει ανώτατο δικαστήριο, το οποίο ασκεί τη δικαστική εξουσία, καθώς επίσης εφετείο, οικονομικό δικαστήριο και επαρχιακά δικαστήρια στις αυτόνομες πόλεις και επαρχίες.Η πλειοψηφία των Αζέρων είναι μουσουλμάνοι (σιίτες και σουνίτες). Υπάρχουν όμως και χριστιανοί, από τους οποίους οι περισσότεροι ακολουθούν την ορθόδοξη εκκλησία, ενώ μικρός αριθμός είναι ρωμαιοκαθολικοί. Τα χριστιανικά δόγματα πρεσβεύουν κυρίως οι σλαβικές και οι αρμενικές μειονότητες της χώραςΗ εκπαίδευση είναι υποχρεωτική μεταξύ 7-16 ετών. Υπάρχει δημοτική εκπαίδευση και στη συνέχεια οι μαθητές μπορούν να παρακολουθήσουν γενικά, επαγγελματικά ή τεχνικά σχολεία. Σε πανεπιστημιακό επίπεδο λειτουργεί από το 1919 το πανεπιστήμιο του Μπακού και το Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Α., που ιδρύθηκε το 1950. Σύμφωνα με νόμο του 1992, παρέχεται ισότητα ευκαιριών σε όλους τους μαθητές, με την αντικατάσταση του κυριλλικού αλφαβήτου από ένα είδος λατινικού. Ο αναλφαβητισμός ανέρχεται σε ποσοστό 3%. Το 1998, ποσοστό 3,7% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) ήταν αφιερωμένο στον τομέα της παιδείας.Ξεχωριστός στρατός δημιουργήθηκε μετά την ανεξαρτησία της χώρας (1991). Μέχρι τότε ο στρατός του Α. ανήκε στις δυνάμεις της ΕΣΣΔ. Υπολογίζεται ότι η δύναμη του στρατού έφθανε τα 72.100 άτομα το 2001. Παράλληλα, οι παραστρατιωτικές δυνάμεις υπολογίζεται ότι ανέρχονται στα 40.000 άτομα. Η θητεία είναι υποχρεωτική και διαρκεί 17 μήνες. Το Α. είναι μέλος της Συνεργασίας για την Ειρήνη στα πλαίσια του ΝΑΤΟ.Το νέο κράτος κληρονόμησε τη δομή του συστήματος υγείας της σοβιετικής εποχής, αλλά η ξεπερασμένη τεχνολογία και οι ελλείψεις σε προσωπικό καθιστούν την παροχή υγειονομικών υπηρεσιών προβληματική. Το 1998 αναλογούσε ένας γιατρός σε κάθε 278 κατοίκους, ενώ η βρεφική θνησιμότητα έφτανε τους 83 θανάτους ανά 1.000 γεννήσεις το 2002. Η χώρα παρουσιάζει ποικίλη μορφολογία εδάφους και τοπίων. Πάνω από το 40% της επιφάνειάς της αποτελείται από πεδιάδες, το 50% βρίσκεται σε υψόμετρο από 400 έως 1.500 μ. και το 10% σε υψόμετρο μεγαλύτερο από τα 1.500 μ. Στα ΒΑ εδάφη κυριαρχούν οι ψηλές κορυφές του ορεινού συστήματος του Μεγάλου Καυκάσου, που σχηματίζουν ένα τμήμα των συνόρων με τη Ρωσία. Οι παρυφές της οροσειράς φτάνουν μέχρι τη χερσόνησο Αψερόν, όπου βρίσκεται και το Μπακού, πρωτεύουσα και κύριο λιμάνι της χώρας. Η ψηλότερη κορυφή βρίσκεται στα 4.446 μ., στο όρος Μπαζάρ-Ντιουζί. Άλλες ψηλές κορυφές του Μεγάλου Καυκάσου στα αζερικά εδάφη είναι οι Σαχντάγκ και Τουφάν.Τα μεσογειακά κλιματικά χαρακτηριστικά που παρουσιάζει ο νότος του Μεγάλου Καυκάσου, εξασθενούν προοδευτικά προς τα ανατολικά. Έτσι, η κοιλάδα των ποταμών Κουρά-Αράξη, ανάμεσα στα ορεινά συστήματα του Μικρού και Μεγάλου Καυκάσου, είναι μια στέπα καυτή το καλοκαίρι και μάλλον ψυχρή τον χειμώνα. Η κοιλάδα έχει μήκος 250 χλμ., πλάτος 150 χλμ. και βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 100 μ. Αποτελεί ένα βύθισμα που συνθέτουν τεκτονικές τάφροι γεμάτες νεογενή ιζήματα και αλουβιανές πεδιάδες. Τμήματά της αποτελούν οι στέπες Σιρβάν, Καραμπάχ, Μίλσκαγια, Μουγκάν και Σανλιάν. Το έδαφος αρχίζει να χαμηλώνει από τα σύνορα με τη Γεωργία προς τα ΝΑ, καταλήγοντας σε ένα βαθύπεδο που αποτελείται από τέλματα και βρίσκεται στο μεγαλύτερο μέρος του κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Τα ακραία ανατολικά της τμήματα κατακλύζονται από τις τελματώδεις εκτάσεις του διπλού δέλτα των ποταμών Κουρά και Αράξη. Στα ΝΔ, η κοιλάδα εισχωρεί στους πρόποδες των βουνών και το υψόμετρό της ανεβαίνει στα 200-400 μ. Το ΒΑ τμήμα της κοιλάδας και η χερσόνησος Αψερόν περιλαμβάνουν βορβορώδη ηφαίστεια. Βόρεια του Μπακού εκτείνεται άνυδρη παράλια πεδιάδα. Οι οροσειρές και τα οροπέδια του Μικρού Καυκάσου εκτείνονται προς τα νοτιοδυτικά, στα εδάφη του Ναχιτσεβάν και του δυτικού Α. Περιλαμβάνουν τις οροσειρές Σαχντάγκ (Σεβάν), Μουροβντάγκ (όρος Γιαμίς, 3.722 μ.), Ζανγκεζούρ (όρος Καπουτζούχ ή Καπιτζίκ, 3.906 μ.) και Καραμπάχ. Ανάμεσα στις δύο τελευταίες οροσειρές βρίσκεται το ηφαιστειογενές οροπέδιο Καραμπάχ, με μέσο υψόμετρο 2.500-3.000 μ. Το έδαφος του Καραμπάχ αποτελείται από επιφανειακά στρώματα λάβας, στα οποία υψώνονται ανενεργοί ηφαιστειακοί κώνοι.Στο απώτατο νότιο τμήμα, στα σύνορα με το Ιράν, η οροσειρά Ταλίς δεσπόζει επιβλητική, σε μικρή απόσταση από τις ακτές της Κασπίας. Το μεγαλύτερο υψόμετρο της οροσειράς βρίσκεται στο όρος Κιζιουρντού (2.435 μ.). Στους πρόποδες της Ταλίς, στη στενή λωρίδα μέχρι τις ακτές εκτείνεται η ημιτροπική πεδιάδα Λενκοράν με πλάτος 5-6 χλμ. στο νότιο τμήμα της και περίπου 25-30 στο βόρειο. Αποτελεί βαθύπεδο με κλίση προς την Κασπία, που γίνεται ελώδες καθώς πλησιάζει προς τη θάλασσα.Το υπέδαφος του Α. κρύβει τεράστιο πλούτο. Περιέχει μεγάλα αποθέματα πετρελαίου και νάφθας, φυσικό αέριο και πολλά μεταλλεύματα. Για ένα διάστημα, τα πετρέλαια του Μπακού αποτελούσαν τη μισή παραγωγή παγκοσμίως και στην περιοχή αναπτύχθηκαν τεράστιες εγκαταστάσεις επεξεργασίας πετρελαίου. Έτσι, το Μπακού εξελίχθηκε στην πέμπτη σε μέγεθος πόλη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Στον ορυκτό πλούτο συγκαταλέγονται επίσης σίδηρος, χαλκός, σιδηροπυρίτης, βρώμιο, ιώδιο, αλουνίτης, μόλυβδος και ψευδάργυρος, ορυκτό αλάτι και οικοδομικά υλικά, όπως ασβεστόλιθοι, μάργα και μάρμαρο. Ιαματικές και μεταλλικές πηγές υπάρχουν στις περιοχές Μπανταμλίν, Τζουλφά, Ιοτισού, Τουρσού, Σουραχανί κ.α.Η κοιλάδα του κάτω ρου του Κουρά είναι μια ζώνη που καταβυθίζεται συνεχώς, ήδη από τις αρχές του τριτογενούς, και προχωρεί στη θάλασσα με ολοένα και βαθύτερες τάφρους. Με το φαινόμενο αυτής της καθίζησης συνδέεται η ύπαρξη πολυάριθμων διαδοχικών κοιτασμάτων πετρελαίου στο υπέδαφος της –πυκνοκατοικημένης σήμερα– πεδιάδας του Μπακού, στο παράκτιο υψίπεδο και μέσα στη θάλασσα. Μαζί με το μαγκάνιο της γεωργιανής πλευράς του Μεγάλου Καυκάσου, το πετρέλαιο του Μπακού διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην πρώτη φάση της βιομηχανικής ανάπτυξης της Σοβιετικής Ένωσης. Πετρέλαιο υπάρχει επίσης σε ολόκληρη την περιοχή της χερσονήσου Αψερόν, αλλά όχι στις ποσότητες που υπάρχει στο Μπακού. Το πετρέλαιο συγκεντρώνεται στο Μπακού και από εκεί διοχετεύεται προς όλες τις κατευθύνσεις, είτε από την ξηρά, είτε με πλοίο μέσω της Κασπίας, είτε τέλος με αγωγό που φτάνει έως το Μπατούμ στον Εύξεινο Πόντο.Στα πεδινά του κεντρικού και ανατολικού Α., το κλίμα είναι θερμό υποτροπικό με ήπιους χειμώνες και ζεστά καλοκαίρια που διαρκούν πολύ και μπορεί να φτάσουν σε θερμοκρασίες υψηλότερες των 40°C. Στις ορεινές περιοχές είναι ηπειρωτικό με ψυχρούς χειμώνες και συχνές χιονοπτώσεις. Σε υψόμετρα μεγαλύτερα των 3.000 μ. οι διαβάσεις κλείνουν από τα χιόνια και τους παγετώνες επί τρεις ή τέσσερις μήνες. Η ανομβρία και οι ξηρασίες είναι συχνές στην περιοχή της κοιλάδας Κουρά-Αράξη. Η μέση θερμοκρασία της κοιλάδας είναι τον Ιανουάριο 1°C και τον Ιούλιο 18°C έως 25°C. Η μέση ετήσια βροχόπτωση περιορίζεται εδώ σε 200-400 χιλιοστά. Προς τα νότια, το κλίμα είναι πιο υγρό και οι βροχές συχνότερες. Μόνο στην πεδιάδα του Λενκοράν και στις παρυφές του Ταλίς –και ιδίως στα νοτιότερα τμήματά της– το κλίμα γίνεται υποτροπικό και υγρό. Η μέση ετήσια βροχόπτωση στην περιοχή αυτή κυμαίνεται μεταξύ 1.000-1.700 χιλιοστών και οι περισσότερες βροχές πέφτουν τον χειμώνα.Στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ το κλίμα είναι ήπιο μέχρι τα 1.600 μ., με θερμοκρασίες που κυμαίνονται από -2°C έως 1°C τον Ιανουάριο και από 19°C έως 25°C τον Ιούλιο, και ψυχρότερο στα μεγαλύτερα υψόμετρα. Η μέση ετήσια βροχόπτωση κυμαίνεται από 300 έως 800 χιλιοστά. Στην αυτόνομη δημοκρατία του Ναχιτσεβάν το κλίμα είναι ξηρό ηπειρωτικό με μέση θερμοκρασία στην κοιλάδα του Αράξη τον Ιανουάριο τους –5°C και τον Ιούλιο τους 25°C έως 27°C Κελσίου. Στα ορεινά, από 1.100 έως 1.600 μ., οι θερμοκρασίες είναι αντίστοιχα –6°C ή –7°C και από 16°C έως 19°C, ενώ στα μεγαλύτερα υψόμετρα οι χειμερινές θερμοκρασίες είναι ακόμα χαμηλότερες. Στο πεδινό Ναχιτσεβάν η μέση ετήσια βροχόπτωση φτάνει μόλις τα 300 χιλιοστά και στα βουνά τα 500.Η βλάστηση ποικίλλει από τη χορταριασμένη στέπα έως τα διάφορα είδη χλόης και θάμνων των ξηρότερων βαθυπέδων, τα ορεινά δάση των υψιπέδων και τους βάλτους των ΝΑ περιοχών. Στην εκτεταμένη κοιλάδα Κουρά-Αράξη επικρατεί η βλάστηση της στέπας, της ημιερήμου και των φαιών και αλατούχων εδαφών, ενώ στις παρόχθιες κατακλυζόμενες περιοχές υπάρχουν δάση. Στο βαθύπεδο του Λενκοράν με την πλούσια υποτροπική βλάστηση υπάρχουν δάση από βελανιδιές και οξιές. Στις περιοχές με μεγαλύτερο υψόμετρο και στους πρόποδες των βουνών επικρατεί η βλάστηση των αλκαλικών και καστανών γαιών. Στις πλαγιές των βουνών της οροσειράς Ταλίς και στις εξωτερικές πλαγιές του Καυκάσου υπάρχει η ζώνη των καστανόφαιων εδαφών που καλύπτονται από δάση με πλατύφυλλα δέντρα, κυρίως βελανιδιές. Στα μεγαλύτερα υψόμετρα, τη διαδέχεται η ζώνη των ορεινών λειμώνων και η υποαλπική και αλπική ζώνη.Στα πεδινά ζουν πολλά τρωκτικά, φίδια, χελώνες και ένα είδος αντιλόπης. Στην πανίδα των δασών περιλαμβάνονται η μικρή αρκούδα του Καυκάσου, ο ασβός και ο σκίουρος. Στην πανίδα των βουνών του Ναχιτσεβάν ευδοκιμούν ο βόνασος, το ελάφι, το ζαρκάδι, το αγριογούρουνο και το πρόβατο μουφλόν, ενώ στα βουνά του Ταλίν ο σκαντζόχοιρος, το αγριογούρουνο και η λεοπάρδαλη. Στις ακτές της Κασπίας, οι ήπιοι χειμώνες προσελκύουν πολλά πουλιά. Σε εθνικά πάρκα ζουν φλαμίνγκο, κύκνοι, πάπιες, χήνες, ερωδιοί, πελεκάνοι, ωτίδες, φασιανοί και γεράκια.Οι ποταμοί του Α. ανήκουν στο λεκανοπέδιο της Κασπίας και από τα νερά τους έχει δημιουργηθεί ένα ολόκληρο δίκτυο διωρύγων για την άρδευση και σταθμών για την παραγωγή ενέργειας. Ο μεγαλύτερος είναι ο Κουρά, που διασχίζει τη χώρα κατά μήκος του κεντρικού της τμήματος, σχηματίζοντας τη μεγάλη κοιλάδα Κουρά-Αράξη. Σε κλειστές λεκάνες έχουν δημιουργηθεί τεχνητές λίμνες, όπως είναι η Γκιεκ Γκιολ και η Αλά Γκιολ. Στα παράλια υπάρχει επίσης η λιμνοθάλασσα Ακζιμπίρ.Ο Κουρά, ο Κύρος της αρχαιότητας, έχει τις πηγές του στην Τουρκία, στο όρος Κισιντάγ του Οροπεδίου της Αρμενίας, και εκβάλλει στην Κασπία ύστερα από διαδρομή 1.515 χλμ. Πριν καταλήξει στο Α., διαρρέει την Τουρκία και τη Γεωργία, διασχίζοντας τον Μικρό Καύκασο μέσα από μια σειρά φαραγγιών. Από την Τιφλίδα της Γεωργίας, η κοίτη του ποταμού βρίσκεται ανάμεσα σε χαμηλές όχθες και χωρίζεται σε βραχίονες. Από τη συμβολή με τον αριστερό παραπόταμό του, Αλαζάν, ο Κουρά κυλά μέσα από ξερή στέπα. Πριν φθάσει στην πόλη Μινγκετσάουρ, περνά με στενή χαράδρα τη βραχώδη οροσειρά Μποζντάγκ. Εκεί έχει κατασκευαστεί υδροηλεκτρικός σταθμός, εξασφαλίζοντας την άρδευση εκτεταμένων περιοχών. Στην έξοδό του προς την κοιλάδα ακολουθεί μικρή κλίση και σχηματίζει πολλούς μαιάνδρους. Τροφοδοτείται από τα νερά πολλών παραποτάμων, από υπόγεια ρεύματα και από τις βροχές και τα χιόνια του Καυκάσου. Από τον άνω ρου του έως την Τιφλίδα χρησιμοποιείται για τη μεταφορά ξυλείας και από το Γιεβλάχ έως τις εκβολές του είναι πλωτός.Μεγάλοι είναι και δύο από τους παραποτάμους του Κουρά, οι Αράξης και Αλαζάν. Ο Αράξης σχηματίζει τα σύνορα με το Ιράν και ο Αλαζάν τμήμα των συνόρων με τη Γεωργία. Ο Αράξης έχει τις πηγές του στα νότια του Ερζερούμ στην ανατολική Τουρκία και ενώνεται με τον Κουρά ύστερα από διαδρομή 900 χλμ.Σημαντικοί παραπόταμοί του στα εδάφη του Α. είναι οι Άρπα, Ναχιτσεβάνσαϊ, Οχσιτσάι, Βανγκούσαϊ, Ορντζονικίντζε και Καραμπάχ, όλοι από την αριστερή του όχθη. Ο Αλαζάν πηγάζει από τις πλαγιές του Μεγάλου Καυκάσου και εκβάλλει στον υδατοταμιευτήρα Μινγκετσάουρ ύστερα από διαδρομή 350 χλμ. Άλλοι παραπόταμοι του Κουρά στη δεξιά του όχθη είναι οι Ακστάφα, Τζεγκαμτσάι, Σαμχορτσάι, Koυσαρτσάι, Γιαντσατσάι, Τέρτερ και στην αριστερή ο Καρασού.Από τη ΒΑ οροσειρά του Καυκάσου ξεκινούν πολυάριθμα ρεύματα, που εξαντλούνται στην έρημη στέπα, πριν φθάσουν στον Κουρά.Ο πληθυσμός της Υπερκαυκασίας αποτελεί την εθνική πλειοψηφία του Α. και μικρή μειοψηφία της επαρχίας Ντέρμπεντ της αυτόνομης Δημοκρατίας του Νταγκεστάν (Ρωσία) καθώς και του Ιράν (ΒΔ τμήμα, περίπου 5,6 εκατ. κάτ.). Οι Αζέροι, που στο Ιράν ονομάζονται Αζερμπαϊτζανοί, κατάγονται από αρχαίους πληθυσμούς του Καυκάσου και αναμείχθηκαν κατά τους ιστορικούς χρόνους με τουρκικούς και ιρανικούς πληθυσμούς. Κυρίαρχα φυσικά χαρακτηριστικά τους είναι τα ουραλο-αλταϊκά, κυρίως στους κατοίκους των αγροτικών και ορεινών περιοχών. Ανιμιστές στην αρχή, οι Αζέροι διατήρησαν τις δοξασίες τους και μετά τον εξισλαμισμό τους (8ος αι.), ενώ οι σαμάνοι έπαιξαν σημαντικότατο ρόλο στη ζωή των διαφόρων φυλών, που ήταν οργανωμένες σε μεγάλες πατριαρχικές οικογένειες. Η πολιτιστική τους ταυτότητα ενισχύθηκε κατά την περίοδο κυριαρχίας της δυναστείας των Σασσανιδών, οπότε χτίστηκαν πόλεις, οι οποίες αποτελούν ακόμα και σήμερα εθνικό καύχημα. Οι εισβολές των Τούρκων και των Μογγόλων οδήγησαν τις ισχυρότερες φυλές στη δημιουργία ανεξάρτητων χανάτων, καθώς και στην απόπειρα εξάπλωσής τους προς αρμενικά ή και γεωργιανά εδάφη. Όταν υποτάχτηκαν στην περσική κυριαρχία, οι Αζέροι ζήτησαν προστασία από τη Ρωσία, η οποία το 1829 προσάρτησε ολόκληρο το αζερικό έδαφος. Από το 1920 η χώρα αποτελούσε ανεξάρτητο κράτος-μέλος της ΕΣΣΔ, μέχρι τη διάλυσή της το 1991. Εκτός από τους Αζέρους, στο έδαφος του Α. υπάρχουν και αρκετές άλλες εθνοτικές ομάδες, όπως Αρμένιοι, Ρώσοι, Νταγκεστανοί κ.ά.Το Α. αποτελεί την πολυπληθέστερη χώρα της Υπερκαυκασίας και ταυτόχρονα τη λιγότερο αστικοποιημένη. Μόνο το 57% του πληθυσμού ζούσε σε πόλεις το 2000. Ο συνολικός πληθυσμός ανέρχεται σε 7.798.497 κατοίκους (2002), με πυκνότητα 90 κατ. ανά τ. χλμ., ετήσια αύξηση πληθυσμού της τάξης του 0,32% και προσδόκιμο ζωής τα 59 χρόνια για τους άντρες και τα 68 για τις γυναίκες.Τα σημαντικότερα σημαντικά αστικά κέντρα της χώρας είναι η πρωτεύουσα Μπακού (βλ. λ.), η Γκάντζα (Gandja, πρώην Κιροβαμπάντ, 294.100 κάτ. το 1997) και η Σουμγκάιτ (Sumgait, 273.200 κάτ. το 1997).Η χώρα διαθέτει πετρέλαιο, φυσικό αέριο και άλλα μεταλλεύματα και έχει δυνατότητες ανάπτυξης. Ωστόσο, η υποδομή της είναι πεπαλαιωμένη και θα χρειαστούν μεγάλες προσπάθειες. Η ταραγμένη πολιτική κατάσταση στο εσωτερικό αλλά και η διαμάχη της με την Αρμενία δεν επέτρεψαν για μεγάλο χρονικό διάστημα να γίνουν ξένες επενδύσεις, που θα βοηθούσαν. Το ΑΕΠ το 2000 έφτασε τα 4.851 εκατ. δολάρια ΗΠΑ, με 600 δολ. κατά κεφαλήν εισόδημα. Ο πληθωρισμός τα τελευταία χρόνια ήταν 1,8% (2000) από 600% στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Η ανεργία εξακολουθεί να είναι υψηλή (περ. 20% το 1999). Η γεωργία και η δασοκομία απασχολούν περίπου το 32% του εργατικού δυναμικού, η βιομηχανία το 15% και οι υπηρεσίες το 53%.Η κυριότερη γεωργική περιοχή, που είναι ταυτόχρονα και η πιο πυκνοκατοικημένη ζώνη, βρίσκεται στην κοιλάδα του ποταμού Κουρά. Η κοιλάδα Κουρά-Αράξη καλλιεργείται στα Ν και ΝΑ χάρη στην τεχνητή άρδευση από τους ποταμούς. Τα μη αρδευόμενα εδάφη χρησιμοποιούνται ως χειμερινός βοσκότοπος των κοπαδιών. Υπάρχει μεγάλη παραγωγή βαμβακιού, καπνού, διαφόρων ποικιλιών σταφυλιών για οινοπαραγωγή και φρούτων. Καλλιεργούνται επίσης σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι, ρύζι, τσάι, φουντουκιές, καρυδιές, ροδιές και, ιδίως στην περιοχή του Λενκοράν, πρώιμα λαχανικά. Η γεωργική παραγωγή στηριζόταν στους κρατικούς συνεταιρισμούς, οι οποίοι πολύ αργά μετατρέπονται σε ιδιωτικούς (μόνο το 5% μέχρι το 1995).Σε ανάπτυξη βρίσκονται επίσης η αλιεία, η κτηνοτροφία –ιδίως των αλόγων ιππασίας Καραμπάχ– η σηροτροφία και η μελισσοκομία. Το κτηνοτροφικό δυναμικό περιλαμβάνει κυρίως πρόβατα, κατσίκες και αγελάδες και η παραγωγή τυρί, βούτυρο και μέλι.Η Κασπία αποτελεί σταθερή πηγή αλιευτικού πλούτου, ιδίως οξυρρύγχου για την παραγωγή χαβιαριού. Το 1997, τα αλιεύματα έφτασαν τους 8.488 τόνους.Το Α. ήταν ανεξάρτητο κράτος στην αρχαιότητα, αλλά στη νεότερη ιστορία του κατακτήθηκε από ξένες δυνάμεις. Με τη συνθήκη του Τούρκμενσαϊ το 1828, το Α. μοιράστηκε ανάμεσα στην Περσία και τη Ρωσία. Στο δεύτερο μισό του 16oυ αι., ανακαλύφθηκε πετρέλαιο και στις αρχές του 20ού αι. η περιοχή έγινε μία από τις μεγαλύτερες πετρελαιοπαραγωγούς περιοχές του κόσμου. Στο Μπακού και σε άλλα μεγάλα κέντρα άρχισαν να συρρέουν μετανάστες Σλάβοι, οι οποίοι κυριάρχησαν στην τοπική ζωή.Μετά την επανάσταση του 1917 στη Ρωσία, υπήρξε μια μικρή περίοδος κυριαρχίας των μπολσεβίκων στο Μπακού, προτού μια εθνικιστική κυβέρνηση εγκαθιδρύσει ανεξάρτητο κράτος. Το Α. δέχτηκε την εισβολή του Κόκκινου Στρατού και τον Απρίλιο του 1920 εγκαθιδρύθηκε η Σοβιετική Δημοκρατία του Α., η οποία υπήρξε συστατική δημοκρατία της ΕΣΣΔ από το 1922. Μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους σοβιετικούς, υπήρξαν διώξεις εθνικιστών και θρησκευτικών ηγετών, ενώ στη δεκαετία του 1930 η υποχρεωτική κολεκτιβοποίηση οδήγησε σε αγροτικές εξεγέρσεις. Οι σταλινικές εκκαθαρίσεις περιλάμβαναν και μέλη του Κομουνιστικού Κόμματος του Α. Το 1945, η σοβιετική κυβέρνηση προσπάθησε να συνενώσει τα τμήματα του Ιράν που κατοικούνται από Αζέρους, αλλά έναν χρόνο αργότερα οι σοβιετικές δυνάμεις υποχρεώθηκαν να αποχωρήσουν μετά την αντίδραση των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας.Ο σημαντικότερος ηγέτης της σύγχρονης ιστορίας του Α. είναι ο Χεϊντάρ Αλίεφ, ο οποίος έγινε πρώτος γραμματέας του Κομουνιστικού Κόμματος το 1969. Ο Αλίεφ ανέχτηκε τη διαφθορά των τοπικών αξιωματούχων, την οποία πολύ αργότερα προσπάθησε να καταπολεμήσει ο Γκορμπατσόφ, ο οποίος και απομάκρυνε τον Αλίεφ το 1987. Το βιοτικό επίπεδο ήταν πολύ χαμηλό και τον Νοέμβριο του 1988 σημειώθηκαν οι πρώτες διαδηλώσεις, με τους πολίτες του Μπακού να καταλαμβάνουν την κεντρική πλατεία για δέκα μέρες, μέχρι που διαλύθηκαν από την αστυνομία.Το κυριότερο ζήτημα που απασχολούσε τους διαδηλωτές ήταν το καθεστώς του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, μιας αυτόνομης περιοχής μέσα στο Α., και του Ναχιτσεβάν, μιας αυτόνομης δημοκρατίας του Α., η οποία βρίσκεται πέρα από τα αρμενικά εδάφη. Και τις δύο περιοχές διεκδικούσε ανέκαθεν η Αρμενία, ενώ η πλειοψηφία του πληθυσμού στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ ήταν ούτως ή άλλως Αρμένιοι. Το Ναχιτσεβάν δεν έγινε όμως ποτέ τμήμα της σοβιετικής Αρμενίας, ενώ η Τουρκοσοβιετική συνθήκη του Μαρτίου 1921 περιλάμβανε διάταξη για την εγγύηση της δικαιοδοσίας του Α. στο Ναχιτσεβάν. Το Ναγκόρνο-Καραμπάχ ήταν αμφισβητούμενη περιοχή κατά την περίοδο της ανεξαρτησίας της Αρμενίας και του Α. (1918-20), αλλά το 1921 το γραφείο υποθέσεων Καυκάσου είχε αποφασίσει την ένωσή του με την Αρμενία, μια απόφαση που ανατράπηκε από τον Στάλιν. Το 1923 η περιοχή αυτή ανακηρύχθηκε αυτόνομη περιοχή μέσα στη Σοβιετική Δημοκρατία του Α. και έτσι παρέμεινε έκτοτε.Η διένεξη για την περιοχή αυτή αναζωπυρώθηκε τον Φεβρουάριο του 1988, όταν το τοπικό σοβιέτ ζήτησε να αποδοθεί η περιοχή στην Αρμενία. Οι σοβιετικές αρχές απέρριψαν το αίτημα και μεγάλες διαδηλώσεις Αρμενίων πραγματοποιήθηκαν και στην πρωτεύουσα της Αρμενίας, το Ερεβάν. Οι Αζέροι άρχισαν να εγκαταλείπουν την Αρμενία και τον Φεβρουάριο, σε εκδηλώσεις βίας κατά των Αρμενίων στην πόλη Σουμγκάιτ του Α., σκοτώθηκαν δεκάδες άτομα. Οι ταραχές οδήγησαν σε μαζική έξοδο προσφύγων από την Αρμενία και το Α.Στις αρχές του 1989, η σοβιετική κυβέρνηση ανέλαβε την απευθείας διακυβέρνηση της περιοχής, κάτι που θεωρήθηκε από τους Αζέρους ως προσβολή της εδαφικής τους ακεραιότητας. Στα μέσα του ίδιου έτους ιδρύθηκε το Λαϊκό Μέτωπο του Α. Η εθνικιστική αυτή οργάνωση πρωτοστάτησε σε διαδηλώσεις, με αποτέλεσμα τον Σεπτέμβριο το ανώτατο σοβιέτ να υιοθετήσει μια διακήρυξη κυριαρχίας. Τον Νοέμβριο του 1989 η σοβιετική κυβέρνηση μεταβίβασε τον έλεγχο του Ναγκόρνο-Καραμπάχ σε μια οργανωτική επιτροπή, κυρίως Αζέρων, κάτι που προκάλεσε την αντίδραση των Αρμενίων, οι οποίοι ανακήρυξαν την περιοχή Ενιαία Αρμενική Δημοκρατία. Τον Ιανουάριο του 1990 το Λαϊκό Μέτωπο προχώρησε σε επιθέσεις εναντίον κυβερνητικών κτιρίων και σε πράξεις βίας κατά των Αρμενίων. Κατάσταση ανάγκης επιβλήθηκε σε ολόκληρη τη χώρα και σοβιετικά στρατεύματα στάλθηκαν στο Μπακού. Στις συγκρούσεις που ακολούθησαν, σκοτώθηκαν πάνω από εκατό άτομα, αλλά ο σοβιετικός στρατός αποκατέστησε την τάξη και συνέλαβε τους ηγέτες του Λαϊκού Μετώπου.Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 1990, οι κομουνιστές κέρδισαν την πλειοψηφία, ενώ η αντιπολίτευση αμφισβήτησε το αποτέλεσμα. Το Α. έλαβε μέρος στο δημοψήφισμα για το μέλλον της ΕΣΣΔ και με συντριπτική πλειοψηφία οι Αζέροι ψήφισαν υπέρ μιας ανανεωμένης ομοσπονδίας. Τον Αύγουστο του 1991, ο ηγέτης του Κομουνιστικού Κόμματος, Αγιάζ Moυταλίμποφ, τήρησε διφορούμενη στάση, με αποτέλεσμα να υπάρξουν μαζικές διαδηλώσεις με αίτημα την παραίτησή του. Η αντιπολίτευση είχε την υποστήριξη του Χεϊντάρ Αλίεφ, πρώην ηγέτη του Κομουνιστικού Κόμματος, ο οποίος είχε γίνει πρόεδρος της βουλής του Ναχιτσεβάν. Στις εκλογές για την προεδρία ο Μουνταλίμποφ εξελέγη με ποσοστό 84%, ενώ λίγο αργότερα το συνέδριο του Κομουνιστικού Κόμματος αποφάσισε τη διάλυση του κόμματος, το οποίο επανιδρύθηκε στα τέλη του 1993.Η ανεξαρτησία ανακηρύχθηκε επίσημα τον Οκτώβριο του 1991 και το Α. υπέγραψε τη Διακήρυξη της Άλμα Άτα για την ίδρυση της Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων Κρατών (ΚΑΚ). Οι συγκρούσεις στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ εντάθηκαν το 1992 και οι διεθνείς προσπάθειες για ειρηνική διευθέτηση κατέρρευσαν. Καθώς οι δυνάμεις των Αζέρων είχαν υποστεί στρατιωτικές ήττες, ο Μουταλίμποφ αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Τον Μάιο, αρμενικές δυνάμεις κατέλαβαν τη στρατηγική πόλη Σούσα, τελευταίο οχυρό των Αζέρων, και μετά άνοιξαν διάδρομο μέσω του Α., ώστε το Ναγκόρνο-Καραμπάχ να ενωθεί με την Αρμενία. Η σοβαρή πολιτική κρίση στο Α. οδήγησε στην επιστροφή του Μουταλίμποφ, αλλά οι διαδηλωτές τον ανάγκασαν και πάλι να παραιτηθεί. Τον επόμενο μήνα, το Λαϊκό Μέτωπο ανέλαβε ουσιαστικά την εξουσία, όταν ο Αλμπουφάζ Ελτσίμπεϊ εξελέγη πρόεδρος.Οι δυνάμεις των Αζέρων εξαπέλυσαν αντεπίθεση στα μέσα του 1992, ανακαταλαμβάνοντας κάποια εδάφη, αλλά στο τέλος του χρόνου ο πόλεμος είχε ήδη κοστίσει τη ζωή σε 4.700 Αζέρους και 3.000 Αρμενίους. Η οικονομική κατάσταση ήταν τραγική με σοβαρές ελλείψεις τροφίμων και καυσίμων, ενώ οι πρόσφυγες συνέχισαν να συρρέουν. Στις αρχές του 1993 οι συγκρούσεις εντάθηκαν στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ και οι Αρμένιοι άνοιξαν δεύτερο διάδρομο προς την Αρμενία, επεκτείνοντας τις επιχειρήσεις τους στο έδαφος του Α. και καταλαμβάνοντας το 20% του εδάφους του. Τον Νοέμβριο του 1993, το σύνολο των προσφύγων στο Α. υπολογιζόταν σε ένα εκατομμύριο. Ο OHE υιοθέτησε σειρά αποφάσεων ζητώντας κατάπαυση του πυρός και την αποχώρηση των αρμενικών δυνάμεων από το Α.Οι στρατιωτικές ήττες οδήγησαν σε εσωτερικές συγκρούσεις στο Λαϊκό Μέτωπο. Οι φόβοι για επικείμενο πραξικόπημα επιβεβαιώθηκαν, αλλά ο επικεφαλής των δυνάμεων που απέτρεψαν την ανατροπή του Ελτσίμπεϊ, επιχείρησε με τη σειρά του να τον ανατρέψει ο ίδιος. Ο Ελτσίμπεϊ κάλεσε τον Αλίεφ στο Μπακού, όπου ανέλαβε τις αρμοδιότητες του προέδρου και όρισε πρωθυπουργό τον στρατηγό Xουσεΐνοφ, ο οποίος είχε απειλήσει την πρωτεύουσα. Τον Οκτώβριο, ο Αλίεφ εξελέγη πρόεδρος με το 99% των ψήφων, ενώ τον Δεκέμβριο οι δυνάμεις των Αζέρων εξαπέλυσαν νέα αντεπίθεση στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, σημειώνοντας κάποιες νίκες, οι οποίες αποδόθηκαν στην υποστήριξη των Αφγανών μουτζαχεντίν, καθώς και στην εκπαίδευση του στρατού των Αζέρων από Ρώσους και Τούρκους στρατιωτικούς συμβούλους. Στις αρχές του 1994, ο πόλεμος είχε προκαλέσει τον θάνατο 18.000 ατόμων και τον τραυματισμό 25.000.Στα μέσα του 1994, το Α. υπέγραψε το λεγόμενο Πρωτόκολλο του Μπισκέκ, το οποίο είχε υιοθετηθεί σε σύνοδο της ΚΑΚ με την έγκριση και των αντιπροσώπων της Αρμενίας και του Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Η ηγεσία του Ναγκόρνο-Καραμπάχ διέταξε κατάπαυση του πυρός, η οποία τηρήθηκε. Στο τέλος του χρόνου καταβλήθηκαν προσπάθειες από τη Ρωσία και τη ΔΑΣΕ για την επίτευξη ειρήνης, αλλά το Α. αρνήθηκε κατηγορηματικά, αν προηγουμένως δεν αποχωρούσαν όλες οι αρμενικές δυνάμεις από το έδαφός του. Στο τέλος του χρόνου συμφωνήθηκε από τη ΔΑΣΕ να εγκατασταθεί πολυεθνική δύναμη ειρήνης στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ με τη συμμετοχή κατά 30% ρωσικών δυνάμεων. Στο εσωτερικό του Α. η κατάσταση παρέμεινε τεταμένη, κυρίως με την εντυπωσιακή αύξηση του οργανωμένου εγκλήματος και την εμφάνιση πολιτικής βίας υπό τη μορφή εκρήξεων βομβών στο Μπακού. Αντίπαλοι του προέδρου Αλίεφ κατήγγειλαν την κυβέρνηση για καταπίεση και διώξεις, ενώ πέντε κόμματα της αντιπολίτευσης συγκρότησαν συμμαχία.Η υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Μπισκέκ προκάλεσε κρίση και η αντιπολίτευση οργάνωσε μεγάλες διαδηλώσεις. Παράλληλα, ο Αλίεφ αντιμετώπισε και την εξέγερση των ειδικών δυνάμεων ασφαλείας, αλλά και άλλων στρατιωτικών δυνάμεων, που κατέλαβαν στα τέλη του 1994 κυβερνητικά κτίρια. Ο Αλίεφ απομάκρυνε τον Χουσεΐνοφ από τη θέση του πρωθυπουργού και ανέλαβε εκείνος την κυβερνητική ευθύνη, προχωρώντας σε εκκαθαρίσεις στην κυβέρνηση και τις ένοπλες δυνάμεις. Στα τέλη του 1994, η πολιτική αναταραχή στο Α. αποδόθηκε, σύμφωνα με ορισμένους, στη Ρωσία, η οποία ήθελε να εμποδίσει την επικύρωση της συμφωνίας που υπέγραψε το Α. με συνασπισμό ευρωπαϊκών και αμερικανικών εταιρειών για την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων πετρελαίου. Ωστόσο, η βουλή επικύρωσε τη συμφωνία αυτή τον Νοέμβριο του 1994.Στα μέσα του 1996, το Α. διατύπωσε την πρότασή του για την επίλυση της σύγκρουσης γύρω από το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, προσφερόμενο να παραχωρήσει αυτονομία στην περιοχή, αν οι αρμενικές δυνάμεις απομακρύνονταν από την αμφισβητούμενη αυτή περιοχή. Το Α. κατέστησε διεθνώς γνωστή τη θέση του ότι δεν μπορούσε να ανεχτεί την ανεξαρτησία του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, αφήνοντας ανοιχτό το ζήτημα των δικαιωμάτων των μειονοτήτων. Από τον Μάιο του 1994 μέχρι τα μέσα του 1996 μία επισφαλής εκεχειρία επικρατούσε στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ μετά την πλήρη εκδίωξη των Αζέρων από την περιοχή.Τον Ιούνιο του 2000 στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ διεξήχθησαν γενικές εκλογές, γεγονός που καταδικάστηκε από την κυβέρνηση του Α. Παράλληλα, οι συνομιλίες μεταξύ των προέδρων του Α. και της Αρμενίας σχετικά με το μέλλον της περιοχής συνεχίζονταν.Το 1998 η εθνοσυνέλευση αποφάσισε την κατάργηση της θανατικής ποινής, ενώ το 2000 ο Αλίεφ ανακοίνωσε γενική αμνηστία σε όλους τους πολιτικούς κρατουμένους. Το Α., μετά την ανεξαρτησία του το 1991, ενίσχυσε επίσης τις σχέσεις του με την Τουρκία, κάτι που συνεχίστηκε και με την προεδρία του Αλίεφ. Τα δύο κράτη, τα οποία έχουν στενούς δεσμούς από τον καιρό της πρώτης ανεξαρτησίας του Α., έχουν αναπτύξει στενές οικονομικές σχέσεις και στη διάρκεια του πολέμου για το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, η Τουρκία προσέφερε ανθρωπιστική βοήθεια στο Α. Το Α. ζήτησε στα μέσα του 1996 να γίνει δεκτό στο Συμβούλιο της Ευρώπης, αλλά η αίτησή του πέρασε από εξέταση, για να εξακριβωθούν οι συνθήκες των δημοκρατικών ελευθεριών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που επικρατούν εκεί. Τελικά η αίτηση έγινε αποδεκτή ταυτόχρονα με αυτήν της Αρμενίας, τον Ιανουάριο του 2001.Οι κάτοικοι των πόλεων του Α. έχουν υιοθετήσει πολλά στοιχεία της ρωσικής κουλτούρας, ενώ οι κάτοικοι των αγροτικών περιοχών διατηρούν πολλές από τις παλιές πρακτικές και τα έθιμά τους, που αποκαλύπτουν έναν πλούσιο λαϊκό πολιτισμό. Αρκετά ζωντανή είναι και η εθνική λογοτεχνία, η οποία εμπνέεται κυρίως από μια αξιόλογη λαϊκή παράδοση μύθων και επικών ποιημάτων, που μέχρι τις αρχές του περασμένου αιώνα μεταδίδονταν προφορικά (η εισαγωγή της γραφής έγινε το 1926). Έξω από τις πόλεις, διατηρείται πολύ συχνά η παραδοσιακή ενδυμασία, ιδιότυπο μείγμα τουρκικών, κιρκασίων και περσικών ενδυμασιών. Ενώ οι κτηνοτρόφοι (σχεδόν νομάδες) χρησιμοποιούν ακόμα την τυπική σκηνή από δέρμα και κετσέ με θολωτό σχήμα (kibitka) των νομάδων, τα αγροτικά χωριά διατηρούν συνήθως την αρχική τους δομή: δρόμοι που περιβάλλονται από ψηλά τείχη, μέσα στα οποία βρίσκονται τα σπίτια, που τα παράθυρά τους βλέπουν σε ευρύχωρες αυλές. Η αναγέννηση των εθνικών αισθημάτων αναζωπύρωσε την παλιά αντιπαλότητα με τους Αρμενίους, η οποία οφείλεται μάλλον στο γεγονός ότι οι Αρμένιοι ανέκαθεν έλεγχαν το εμπόριο, τις πιο εύφορες αγροτικές περιοχές και τις αποδοτικότερες ασχολίες στη χώρα, παρά σε θρησκευτικούς λόγους.Σύμφωνα με στοιχεία του Αρχείου Ομογενειακών Οργανώσεων, στο Α. το 2001 κατοικούσαν 580 Έλληνες.
Τοπίο στο εσωτερικό του Αζερμπαϊτζάν, όπου οι κάτοικοι συντηρούνται κυρίως από την κτηνοτροφία και την αγροτική εκμετάλλευση της γης (φωτ. Michaud).
Εγκαταστάσεις για την πραγματοποίηση γεωτρήσεων στον βυθό της Κασπίας θάλασσας, κοντά στην πετρελαιοπαραγωγική ζώνη του Μπακού, γνωστές με την ονομασία Χαζάρ.
Τμήμα εγκαταστάσεων για την άντληση πετρελαίου από τον βυθό της Κασπίας θάλασσας, κοντά στην πρωτεύουσα Μπακού του Αζερμπαϊτζάν, η οποία βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη με τη συστηματική εκμετάλλευση του υπεδάφους της.
Το νέο χαρτονόμισμα των 1.000 μανάτ (2001) του Αζερμπαίτζάν.
Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν
Παλαιότερη ονομασία:Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατίατου Αζερμπαϊτζάν (1920-91)Έκταση: 86.600 τ. χλμ.Πληθυσμός:7.798.497 κάτ. (2002)Πρωτεύουσα:Μπακού (1.228.000 κάτ. το 2002)IIΠεριοχή της δυτικής Ασίας, με συνολική έκταση 175.385 τ. χλμ. περίπου και πληθυσμό 13.800.000 κατ. Στα Α βρέχεται από την Κασπία θάλασσα και εκτείνεται από τον ανατολικό Καύκασο, σχεδόν σε όλη την κοιλάδα του ποταμού Κουρά και σε τμήμα του ιρανικού υψιπέδου, έως τις ακραίες βορειοδυτικές διακλαδώσεις της οροσειράς του Ελμπούρζ. Ανάμεσα στους ορεινούς όγκους σχηματίζονται μεγάλα βυθίσματα, όπως η λίμνη Ουρμία (Ριζαϊγέ, 5.800 τ. χλμ.) και πεδινές ζώνες σε συνάρτηση με την παραλιακή περιοχή προς την Κασπία και κυρίως με την κοιλάδα του Κουρά, ο οποίος εκβάλλει στην Κασπία, σχηματίζοντας μεγάλο δέλτα. Ο κυριότερος παραπόταμος του ποταμού αυτού, ο Αράξης, καθορίζει σε πολύ μεγάλο τμήμα τα όρια της Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν και του ιρανικού Α.Το ιρανικό Α. (88.785 τ. χλμ., 7.357.456 κάτ. το 2002) χωρίζεται διοικητικά σε τρεις επαρχίες: το Ανατολικό Α. (37.463 τ. χλμ., 1.204.410 κάτ.), με πρωτεύουσα την Ταμπρίζ (Ταυρίδα), το Δυτικό Α. (45.481 τ. χλμ., 3.378.242 κάτ.), με πρωτεύουσα το Ορουμιγιέχ, και το Αρνταμπίλ (17.881 τ. χλμ., 1.204.410 κάτ.), με πρωτεύουσα την ομώνυμη πόλη.Το ιρανικό Α. έχει λοιπόν λίγο μεγαλύτερη έκταση, αλλά είναι πιο αραιοκατοικημένο από τη Δημοκρατία του Α. Η οικονομία του είναι λιγότερο προηγμένη και βασίζεται ουσιαστικά στη γεωργία (δημητριακά, καπνός, βαμβάκι) και στη νομαδική κτηνοτροφία· περίφημη είναι η ταπητουργία του.Τυπικό χωριό του ιρανικού Αζερμπαϊτζάν, όπου οι κάτοικοι είναι κυρίως αγρότες και αποβλέπουν στην αυτοδιάθεση (φωτ. Michaud).
Dictionary of Greek. 2013.